κουβαρδάς

κουβαρδάς
κουβαρδάς, ο και κουβαρντάς, ο και χουβαρδάς, ο
(λ. τουρκ.), γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουβαρδάς — ο βλ. κουβαρντάς …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντάς — και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο 1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος 2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda] …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντάς — ο βλ. κουβαρδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”